Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλίω < αρχαία ελληνική κυλίω < ΙΕ ρίζα *κυλι-

  Ρήμα επεξεργασία

κυλίω Μεταφέρω ένα αντικείμενο ωθώντας το πάνω σε τροχούς ή περιστρέφοντας την κυλινδρική επιφάνειά του στο έδαφος

  Μεταφράσεις επεξεργασία