Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανυψώνω < (ελληνιστική κοινήἀνυψόω / ἀνυψῶ < ὑψόω / ὑψῶ < αρχαία ελληνική ὕψος < ὕψι

  Ρήμα επεξεργασία

ανυψώνω (παθητική φωνή: ανυψώνομαι)

  1. ανεβάζω κάποιον ή κάτι ψηλά
  2. (μεταφορικά) αναδείχνω, εξυψώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία