• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανυψωμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανυψωμός οι ανυψωμοί
      γενική του ανυψωμού των ανυψωμών
    αιτιατική τον ανυψωμό τους ανυψωμούς
     κλητική ανυψωμέ ανυψωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανυψωμός< ανυψώνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανυψωμός, αρσενικό

  • η ανύψωση, το ανέβασμα σε πολύ μεγάλο ύψος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανυψωμός&oldid=5385230"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 18:04
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 18:04.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie