• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανύψωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανύψωση οι ανυψώσεις
      γενική της ανύψωσης* των ανυψώσεων
    αιτιατική την ανύψωση τις ανυψώσεις
     κλητική ανύψωση ανυψώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανυψώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανύψωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνύψωσις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ανύψωση θηλυκό

  • (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανυψώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ανύψωση
  • αγγλικά : raising (en), elevation (en)
  • γαλλικά : élévation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανύψωση&oldid=5454729"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 01:31
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 01:31.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie