ανύψωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανύψωση | οι | ανυψώσεις |
γενική | της | ανύψωσης* | των | ανυψώσεων |
αιτιατική | την | ανύψωση | τις | ανυψώσεις |
κλητική | ανύψωση | ανυψώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανυψώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανύψωση < (ελληνιστική κοινή) ἀνύψωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανύψωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανυψώνω