• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ύψωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Άλλες μορφές
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύψωση οι υψώσεις
      γενική της ύψωσης* των υψώσεων
    αιτιατική την ύψωση τις υψώσεις
     κλητική ύψωση υψώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υψώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ύψωση < αρχαία ελληνική ὕψωσις

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.pso.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐ψω‐ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ύψωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υψώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • υψωμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ύψωση
  • αγγλικά : ascent (en)
  • γαλλικά : élévation (fr), ascension (fr), rehaussement (fr), hausse (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ύψωση&oldid=5713499"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Ιουλίου 2023, στις 20:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Ιουλίου 2023, στις 20:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας