ενικός         πληθυντικός  
élévation élévations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

élévation (fr) θηλυκό

  1. η ανύψωση, η ύψωση
  2. (τεχνικό σχέδιο) η μπροστινή όψη, η πρόσοψη