Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανυψώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανυψώνω
  2. θα ανυψώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανυψώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ανυψώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανύψωση