Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lift lifts

lift (en)

  1. (μετρήσιμο, βρετανική σημασία) ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ
     συνώνυμα: elevator (αμερικανική σημασία)
  2. (μετρήσιμο) μια δωρεάν βόλτα με αυτοκίνητο, ή άλλο είδος οχήματος, σε ένα μέρος που θέλω να πάω
    I give someone a lift.
    Παίρνω κάποιον με το αυτοκίνητό μου.
     συνώνυμα: ride
ενεστώτας lift
γ΄ ενικό ενεστώτα lifts
αόριστος lifted
παθητική μετοχή lifted
ενεργητική μετοχή lifting

lift (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σηκώνω, υψώνω, ανυψώνω, μετακινώ κάποιον ή κάτι ή μετακινούμαι σε υψηλότερη θέση ή επίπεδο
    He bent over and lifted the suitcase.
    Έσκυψε και σήκωσε τη βαλίτσα.
    The machine lifted the car on the ship.
    Το μηχάνημα ύψωσε το αυτοκίνητο πάνω στο πλοίο.
    The crane is lifting cargo.
    Ο γερανός ανυψώνει φορτία.
     συνώνυμα:  pick up και raise
  2. (μεταβατικό) αίρω, καταργώ ή τερματίζω τους περιορισμούς
    The government lifted martial law/the rent moratorium.
    Η κυβέρνηση ήρε το στρατιωτικό νόμο/το ενοικιοστάσιο.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lift (bs)