πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανελκυστήρας οι ανελκυστήρες
      γενική του ανελκυστήρα των ανελκυστήρων
    αιτιατική τον ανελκυστήρα τους ανελκυστήρες
     κλητική ανελκυστήρα ανελκυστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανελκυστήρας αρσενικό

  • σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία