ανελκυστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανελκυστήρας < καθαρεύουσα ἀνελκυστήρ < αρχαία ελληνική ἀνελκύω + -τήρας[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.nel.ciˈsti.ɾas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανελκυστήρας αρσενικό
- σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαεπίσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανελκυστήρας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανελκυστήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας