ανέλκυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανέλκυση | οι | ανελκύσεις |
γενική | της | ανέλκυσης* | των | ανελκύσεων |
αιτιατική | την | ανέλκυση | τις | ανελκύσεις |
κλητική | ανέλκυση | ανελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανέλκυση < (ελληνιστική κοινή) ἀνέλκυσις < αρχαία ελληνική ἀνελκύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανέλκυση θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανελκύω, η έλξη ενός ογκώδους αντικειμένου από τον βυθό, η έλξη προς τα πάνω με κάποιο μηχανισμό