Δείτε επίσης: ἀνελκύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανελκύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνελκύω < ἀν- (ἀνά) + ἕλκω, μέλλοντας ἑλκύσω.[1] (Δείτε και την ελληνιστική ἑλκύω). Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ελκύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.nelˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νελ‐κύ‐ω

ανελκύω (παθητική φωνή: ανελκύομαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία