καθελκύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθελκύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθέλκ(ω)+ -ύω κατά το ελκύω[1]. Μορφολογικά, (κατά) καθ- + ελκύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θelˈci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θελ‐κύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακαθελκύω, πρτ.: καθέλκυα/καθείλκυα, αόρ.: καθέλκυσα/καθείλκυσα, παθ.φωνή: καθελκύομαι, π.αόρ.: καθελκύστηκα, μτχ.π.π.: καθελκυσμένος
- (ναυπηγικός όρος, ναυτικός όρος) ρίχνω ένα πλοίο (που μέχρι τότε βρισκόταν στη στεριά για κατασκευαστικούς ή επισκευαστικούς λόγους) στο νερό, αφήνοντάς το να γλιστρήσει πάνω σε ειδική κεκλιμένη πλατφόρμα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κατά, έλκω και ελκύω
Κλίση
επεξεργασίαΠαρατατικός: καθέλκυα, καθείλκυα. Αόριστος: καθέλκυσα, καθείλκυσα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθελκύω | καθέλκυα | θα καθελκύω | να καθελκύω | καθελκύοντας | |
β' ενικ. | καθελκύεις | καθέλκυες | θα καθελκύεις | να καθελκύεις | καθέλκυε | |
γ' ενικ. | καθελκύει | καθέλκυε | θα καθελκύει | να καθελκύει | ||
α' πληθ. | καθελκύουμε | καθελκύαμε | θα καθελκύουμε | να καθελκύουμε | ||
β' πληθ. | καθελκύετε | καθελκύατε | θα καθελκύετε | να καθελκύετε | καθελκύετε | |
γ' πληθ. | καθελκύουν(ε) | καθέλκυαν καθελκύαν(ε) |
θα καθελκύουν(ε) | να καθελκύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθέλκυσα | θα καθελκύσω | να καθελκύσω | καθελκύσει | ||
β' ενικ. | καθέλκυσες | θα καθελκύσεις | να καθελκύσεις | καθέλκυσε | ||
γ' ενικ. | καθέλκυσε | θα καθελκύσει | να καθελκύσει | |||
α' πληθ. | καθελκύσαμε | θα καθελκύσουμε | να καθελκύσουμε | |||
β' πληθ. | καθελκύσατε | θα καθελκύσετε | να καθελκύσετε | καθελκύστε | ||
γ' πληθ. | καθέλκυσαν καθελκύσαν(ε) |
θα καθελκύσουν(ε) | να καθελκύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καθελκύσει | είχα καθελκύσει | θα έχω καθελκύσει | να έχω καθελκύσει | ||
β' ενικ. | έχεις καθελκύσει | είχες καθελκύσει | θα έχεις καθελκύσει | να έχεις καθελκύσει | ||
γ' ενικ. | έχει καθελκύσει | είχε καθελκύσει | θα έχει καθελκύσει | να έχει καθελκύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καθελκύσει | είχαμε καθελκύσει | θα έχουμε καθελκύσει | να έχουμε καθελκύσει | ||
β' πληθ. | έχετε καθελκύσει | είχατε καθελκύσει | θα έχετε καθελκύσει | να έχετε καθελκύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καθελκύσει | είχαν καθελκύσει | θα έχουν καθελκύσει | να έχουν καθελκύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καθελκύομαι | καθελκυόμουν(α) | θα καθελκύομαι | να καθελκύομαι | ||
β' ενικ. | καθελκύεσαι | καθελκυόσουν(α) | θα καθελκύεσαι | να καθελκύεσαι | ||
γ' ενικ. | καθελκύεται | καθελκυόταν(ε) | θα καθελκύεται | να καθελκύεται | ||
α' πληθ. | καθελκυόμαστε | καθελκυόμαστε καθελκυόμασταν |
θα καθελκυόμαστε | να καθελκυόμαστε | ||
β' πληθ. | καθελκύεστε | καθελκυόσαστε καθελκυόσασταν |
θα καθελκύεστε | να καθελκύεστε | καθελκύεστε | |
γ' πληθ. | καθελκύονται | καθελκύονταν καθελκυόντουσαν |
θα καθελκύονται | να καθελκύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καθελκύστηκα | θα καθελκυστώ | να καθελκυστώ | καθελκυστεί | ||
β' ενικ. | καθελκύστηκες | θα καθελκυστείς | να καθελκυστείς | καθελκύσου | ||
γ' ενικ. | καθελκύστηκε | θα καθελκυστεί | να καθελκυστεί | |||
α' πληθ. | καθελκυστήκαμε | θα καθελκυστούμε | να καθελκυστούμε | |||
β' πληθ. | καθελκυστήκατε | θα καθελκυστείτε | να καθελκυστείτε | καθελκυστείτε | ||
γ' πληθ. | καθελκύστηκαν καθελκυστήκαν(ε) |
θα καθελκυστούν(ε) | να καθελκυστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καθελκυστεί | είχα καθελκυστεί | θα έχω καθελκυστεί | να έχω καθελκυστεί | καθελκυσμένος | |
β' ενικ. | έχεις καθελκυστεί | είχες καθελκυστεί | θα έχεις καθελκυστεί | να έχεις καθελκυστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καθελκυστεί | είχε καθελκυστεί | θα έχει καθελκυστεί | να έχει καθελκυστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καθελκυστεί | είχαμε καθελκυστεί | θα έχουμε καθελκυστεί | να έχουμε καθελκυστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καθελκυστεί | είχατε καθελκυστεί | θα έχετε καθελκυστεί | να έχετε καθελκυστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καθελκυστεί | είχαν καθελκυστεί | θα έχουν καθελκυστεί | να έχουν καθελκυστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καθελκύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας