raise
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | raise |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | raises |
αόριστος | raised |
παθητική μετοχή | raised |
ενεργητική μετοχή | raising |
raise (en)
- σηκώνω, υψώνω, ανεβάζω
- ↪ The teacher asked the students to raise their hand and not shout out the answer. - Ο δάσκαλος ζήτησε, από τους μαθητές, να σηκώνουν το χέρι τους και όχι να «πετάγονται».
- μαζεύω, συγκεντρώνω
- ↪ My aunt is raising money to help poor people. - Η θεία μου, συγκεντρώνει χρήματα για να βοηθήσει φτωχούς ανθρώπους.
- εκτρέφω
- ανατρέφω, μεγαλώνω
- ↪ I was raised by my grandparents in the countryside until I was 18. - Με μεγάλωσαν οι παππούδες μου στην ύπαιθρο έως ότου ήμουν 18 (χρονών).
- (μαθηματικά) υψώνω έναν αριθμό σε μία δύναμη
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
raise | raises |
raise (en)