Δείτε επίσης: Increase

Ετυμολογία 1

επεξεργασία
increase < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική increse < αγγλονορμανδική encreistre < λατινική increscere. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

Προφορά 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
increase increases

increase (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
increase < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική incresen, encresen. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

Προφορά 2

επεξεργασία
ενεστώτας increase
γ΄ ενικό ενεστώτα increases
αόριστος increased
παθητική μετοχή increased
ενεργητική μετοχή increasing

increase (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 increase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)