Δείτε επίσης: Increase

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
increase < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική increse < αγγλονορμανδική encreistre < λατινική increscere. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

  Προφορά 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɪn.kriːs/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐crease

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
increase increases

increase (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
increase < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική incresen, encresen. (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]

  Προφορά 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈkriːs/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐crease
ενεστώτας increase
γ΄ ενικό ενεστώτα increases
αόριστος increased
παθητική μετοχή increased
ενεργητική μετοχή increasing

increase (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 increase - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)