ενεστώτας step up
γ΄ ενικό ενεστώτα steps up
αόριστος stepped up
παθητική μετοχή stepped up
ενεργητική μετοχή stepping up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
step up < → δείτε τις λέξεις step και up

step up (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) εντείνω, επιταχύνω, επισπεύδω, αυξάνω την ποσότητα, την ταχύτητα κτλ.
    ⮡  Emboldened by the failure of their opponents, they stepped up their efforts.
    Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
    ⮡  We are trying to step things up a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accelerate και increase