step up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | step up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | steps up |
αόριστος | stepped up |
παθητική μετοχή | stepped up |
ενεργητική μετοχή | stepping up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstep up (en)
- (μεταβατικό, ιδιωματισμός) εντείνω, επιταχύνω, επισπεύδω, αυξάνω την ποσότητα, την ταχύτητα κτλ.
- ⮡ Emboldened by the failure of their opponents, they stepped up their efforts.
- Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
- ⮡ We are trying to step things up a little.
- Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accelerate και increase
- ⮡ Emboldened by the failure of their opponents, they stepped up their efforts.