Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας accelerate
γ΄ ενικό ενεστώτα accelerates
αόριστος accelerated
παθητική μετοχή accelerated
ενεργητική μετοχή accelerating

  Ρήμα επεξεργασία

accelerate (en)

  Πηγές επεξεργασία