ενεστώτας fast track
γ΄ ενικό ενεστώτα fast tracks
αόριστος fast tracked
παθητική μετοχή fast tracked
ενεργητική μετοχή fast tracking

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fast track < → δείτε τις λέξεις fast και track

fast track (en)

  • επιταχύνω, επισπεύδω
    ⮡  I am fast tracking production - επιταχύνω την παραγωγή
    ⮡  We are trying to fast track things a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • fast track - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 327, 329. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επισπεύδω, επιταχύνω