Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fast
συγκριτικός faster
υπερθετικός fastest

fast (en)

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός fast
συγκριτικός faster
υπερθετικός fastest

fast (en)

  • γρήγορα
    ⮡  He wants to get rich fast.
    Θέλει να πλουτίσει γρήγορα.
    ⮡  Don’t speak so fast.
    Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
    ⮡  I will get ready as fast as I can.
    Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quickly

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fast fasts

fast (en)

ενεστώτας fast
γ΄ ενικό ενεστώτα fasts
αόριστος fasted
παθητική μετοχή fasted
ενεργητική μετοχή fasting

fast (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200, 870-871. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γρήγορα, γρήγορος, ταχύς



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fast/
 
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

fast (de)

der Tank ist fast leer - το ρεζερβουάρ είναι σχεδόν αδειανό