Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νηστεία οι νηστείες
      γενική της νηστείας των νηστειών
    αιτιατική τη νηστεία τις νηστείες
     κλητική νηστεία νηστείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

νηστεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νηστεία (ελληνιστική σημασία) < νηστεύω < νη- + ἐσθίω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈsti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νη‐στεί‐α

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

νηστεία θηλυκό

  1. εκούσια αποχή από τροφή
    νηστεία από κρέας
  2. (θρησκεία) αποχή από ορισμένα φαγητά σε προκαθορισμένες εποχές
    πέρασε όλη του τη ζωή με νηστεία και προσευχή
  3. (κατʼ επέκταση) το χρονικό διάστημα της νηστείας
    η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νηστεί αἱ νηστεῖαι
      γενική τῆς νηστείᾱς τῶν νηστειῶν
      δοτική τῇ νηστεί ταῖς νηστείαις
    αιτιατική τὴν νηστείᾱν τὰς νηστείᾱς
     κλητική ! νηστεί νηστεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νηστεί
γεν-δοτ τοῖν  νηστείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία