quick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | quick |
συγκριτικός | quicker |
υπερθετικός | quickest |
quick (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | quick |
συγκριτικός | quicker |
υπερθετικός | quickest |
quick (en)
Πηγές
επεξεργασία- quick (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- quick (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- quick (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: γρήγορα