Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός quick
συγκριτικός quicker
υπερθετικός quickest

quick (en)

  • γρήγορος, ταχύς
    ⮡  quick note/tip - γρήγορη σημείωση/συμβουλή
    ⮡  He works at a quick pace.
    Δουλεύει με ταχύ ρυθμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fast

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός quick
συγκριτικός quicker
υπερθετικός quickest

quick (en)

  • γρήγορα
    ⮡  He wants to get rich quick.
    Θέλει να πλουτίσει γρήγορα.
    ⮡  Don’t speak so quick.
    Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quickly