express
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
express (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
express | express |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
express (fr)
- (αρσενικό ή θηλυκό) ταχύς
- (αρσενικό, παρωχημένο) γρήγορο τρένο
express (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
express | express |
express (fr)