παραθετικά
θετικός express
συγκριτικός more express
υπερθετικός most express

express (en)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
express expresses

express (en)

ενεστώτας express
γ΄ ενικό ενεστώτα expresses
αόριστος expressed
παθητική μετοχή expressed
ενεργητική μετοχή expressing

express (en) (μεταβατικό)

  1. εκφράζω, φανερώνω ένα συναίσθημα, μια γνώμη κτλ. με λόγια, βλέμματα ή πράξεις
      Nobody expressed a contrary opinion.
    Κανείς δεν εξέφρασε αντίθετη γνώμη.
      They were expressing their joy with cheers.
    Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές.
  2. εκφράζομαι, αποκαλύπτω σκέψεις ή συναισθήματα
      The artist feels an inner desire to express himself.
    Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί.
      She expresses herself freely.
    Εκφράζεται ελεύθερα.
      The painter expresses himself with colors, the musician with sounds.
    Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους.
      He is smart, but he also has the gift of expressing himself well.
    Είναι έξυπνος όμως έχει και το χάρισμα να εκφράζεται σωστά.
  3. (μαθηματικά) εκφράζω
      The figure is expressed as a percentage.
    Ο αριθμός εκφράζεται ως ποσοστό.



ενικός πληθυντικός
express express

Ουσιαστικό

επεξεργασία

express (fr)