express
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | express |
συγκριτικός | more express |
υπερθετικός | most express |
express (en)
- (χωρίς παραθετικά) ταχύς, κάτι στέλνεται γρήγορα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
express | expresses |
express (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | express |
γ΄ ενικό ενεστώτα | expresses |
αόριστος | expressed |
παθητική μετοχή | expressed |
ενεργητική μετοχή | expressing |
express (en)
- (μεταβατικό) εκφράζω, φανερώνω ένα συναίσθημα, μια γνώμη κτλ. με λόγια, βλέμματα ή πράξεις
- ⮡ Nobody expressed a contrary opinion.
- Κανείς δεν εξέφρασε αντίθετη γνώμη.
- ⮡ They were expressing their joy with cheers.
- Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές.
- ⮡ Nobody expressed a contrary opinion.
- (μεταβατικό) εκφράζομαι, αποκαλύπτω σκέψεις ή συναισθήματα
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.
- Ο καλλιτέχνης νιώθει μια εσωτερική επιθυμία να εκφραστεί.
- ⮡ She expresses herself freely.
- Εκφράζεται ελεύθερα.
- ⮡ The painter expresses himself with colors, the musician with sounds.
- Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους.
- ⮡ He is smart, but he also has the gift of expressing himself well.
- Είναι έξυπνος όμως έχει και το χάρισμα να εκφράζεται σωστά.
- ⮡ The artist feels an inner desire to express himself.
Πηγές
επεξεργασία- express (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- express (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- express (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- express (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: ταχύς
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
express | express |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexpress (fr)
- (αρσενικό ή θηλυκό) ταχύς
- (αρσενικό, παρωχημένο) γρήγορο τρένο