πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρένο τα τρένα
      γενική του τρένου των τρένων
    αιτιατική το τρένο τα τρένα
     κλητική τρένο τρένα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ηλεκτρικό τρένο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρένο ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • έχασε το τρένο : έχασε την ευκαιρία
  • μας πάει τρένο : αναγκαζόμαστε να πάμε σιγά σιγά κι ο ένας πίσω από τον άλλο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία