↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Bahn die Bahnen
γενική der Bahn der Bahnen
δοτική der Bahn den Bahnen
αιτιατική die Bahn die Bahnen

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Bahn (de) θηλυκό

  1. η οδός
  2. το τρένο
  3. τροχιά
    Erdbahn - τροχιά της γης


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bahn αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bahn < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bahn αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]