Bahn
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bahn | die | Bahnen |
γενική | der | Bahn | der | Bahnen |
δοτική | der | Bahn | den | Bahnen |
αιτιατική | die | Bahn | die | Bahnen |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Bahn (de) θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bahn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Bahn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Bahn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]