πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροχιά οι τροχιές
      γενική της τροχιάς των τροχιών
    αιτιατική την τροχιά τις τροχιές
     κλητική τροχιά τροχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το μικρότερο σώμα κινείται σε τροχιά γύρω από το μεγαλύτερο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχιά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχιά (ίχνος στεφάνης τροχού) < τροχός
για τον αστρονομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική orbite [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχιά θηλυκό

  1. (αστρονομία) η διαδρομή που ακολουθεί ένα ουράνιο σώμα καθώς περιφέρεται, λόγω βαρύτητας, γύρω από ένα άλλο σώμα με μεγαλύτερη μάζα
      ο δορυφόρος τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη γη
  2. σιδηροτροχιά
  3. (μεταφορικά) η πορεία της ζωής κάποιου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροχιᾱ́ αἱ τροχιαί
      γενική τῆς τροχιᾶς τῶν τροχιῶν
      δοτική τῇ τροχι ταῖς τροχιαῖς
    αιτιατική τὴν τροχιᾱ́ν τὰς τροχιᾱ́ς
     κλητική ! τροχιᾱ́ τροχιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροχιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τροχιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχιά θηλυκό