σιδηροτροχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιδηροτροχιά | οι | σιδηροτροχιές |
γενική | της | σιδηροτροχιάς | των | σιδηροτροχιών |
αιτιατική | τη | σιδηροτροχιά | τις | σιδηροτροχιές |
κλητική | σιδηροτροχιά | σιδηροτροχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιδηροτροχιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιδηροτροχιά θηλυκό