rail
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (en)
- το κάγκελο, ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που τοποθετείται γύρω από κάτι ως φράγμα ή για υποστήριξη
- ⮡ The garden rails/railing began to rust.
- Τα κάγκελα του κήπου άρχισαν να σκουριάζουν.
- ⮡ Some rails are missing from the railing.
- Από το κιγκλίδωμα λείπουν μερικά κάγκελα.
- ⮡ The baby needs a children’s bed with rails.
- Το μωρό χρειάζεται ένα παιδικό κρεβάτι με κάγκελα.
- συγκρίνετε με το railing
- ⮡ The garden rails/railing began to rust.
- η βέργα, η ράγα στερεωμένη στον τοίχο για κρέμασμα
- ⮡ a towel rail - βέργα για τις πετσέτες
- ⮡ a curtain rail - κουρτινόβεργα/κουρτινόξυλο
- ⮡ a bathroom towel rail - ράγα μπάνιου με πετσέτες
- ≈ συνώνυμα: rod
- (συνήθως πληθυντικός) οι σιδερένιες ράγες, οι σιδηροτροχιές, οι γραμμές ενός τρένου
- ⮡ The tram went off the rails.
- Το τραμ βγήκε από τις ράγες.
- ⮡ The train went off the rails.
- Το τρένο ξέφυγε από τις γραμμές.
- ≈ συνώνυμα: railroad track, railway track, train track και track
- ⮡ The tram went off the rails.
- (μη μετρήσιμο, μέσο μεταφορών) ο σιδηρόδρομος, η σιδηροτροχιά
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | rail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rails |
αόριστος | railed |
παθητική μετοχή | railed |
ενεργητική μετοχή | railing |
rail (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) τα βάζω με κάποιον
- ⮡ It’s no use railing at/railing against the government.
- Δεν ωφελεί να τα βάζεις με την κυβέρνηση.
- ⮡ It’s no use railing at/railing against the government.
Πηγές
επεξεργασία
- rail (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- rail (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- rail < (άμεσο δάνειο) αγγλική rail
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rail | rails |
rail (fr) αρσενικό
- η γραμμή του τρένου, η σιδηροτροχιά