Ετυμολογία

επεξεργασία
dérailler < dé- + rail

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ʁa.je/

dérailler (fr)

  1. (μεταβατικό) εκτροχιάζω
  2. (αμετάβατο) εκτροχιάζομαι
  3. (μεταβατικό, μεταφορικά) ενεργώ ώστε κάτι να ξεφύγει από την πορεία του
  4. (αμετάβατο, μεταφορικά) εκτροχιάζομαι, παρεκκλίνω, ξεφεύγω από την πορεία μου
  5. (μεταφορικά) (αμετάβατο) παραφρονώ

Συγγενικά

επεξεργασία