Ετυμολογία

επεξεργασία
déraillement < dérailler

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
déraillement déraillements

déraillement (fr) αρσενικό

  1. ο εκτροχιασμός
  2. (μεταφορικά) η παραφροσύνη

Συγγενικά

επεξεργασία