dérailleur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dérailleur < dérailler
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dérailleur | dérailleurs |
dérailleur (fr) αρσενικό
- στο ποδήλατο, ο μηχανισμός που επιτρέπει την αλλαγή των ταχυτήτων
ενικός | πληθυντικός |
dérailleur | dérailleurs |
dérailleur (fr) αρσενικό