Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτροχιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκτροχιάζω < εκ + τροχός + -ιάζω

εκτροχιάζομαι

  1. βγαίνω από την τροχιά πάνω στην οποία κινούμαι
  2. (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία