↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχός οι τροχοί
      γενική του τροχού των τροχών
    αιτιατική τον τροχό τους τροχούς
     κλητική τροχέ τροχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οδοντωτοί τροχοί (γρανάζια).
 
Τροχός άμαξας.
 
κεραμίστρια δουλεύει στον τροχό.
 
οδοντιατρικός τροχός.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τροχός. Πιθανόν να σχετίζεται με το τρέχω.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾoˈxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχός αρσενικό

  1. κυκλικό όργανο (ελαστικό, ξύλινο, μεταλλικό ή πλαστικό) που διαθέτει κεντρικό άξονα γυρω από τον οποίο περιστρέφεται και κινείται, μεταδίδοντας τη δική του κίνηση και σε άλλο αντικείμενο ή μηχανισμό
    ⮡  ο τροχός αυτοκινήτου συνώνυμο του ρόδα
    ⮡  ο τροχός του οδοντογιατρού
  2. (κεραμική) ο τροχός του αγγειοπλάστη
  3. (ιστορία) ο τροχός βασανισμού, της αρχαιότητας και του μεσαίωνα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «τροχός» & «τρέχω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. τροχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροχός οἱ τροχοί
      γενική τοῦ τροχοῦ τῶν τροχῶν
      δοτική τῷ τροχ τοῖς τροχοῖς
    αιτιατική τὸν τροχόν τοὺς τροχούς
     κλητική ! τροχέ τροχοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροχώ
γεν-δοτ τοῖν  τροχοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχός < λείπει η ετυμολογία
 
Τροχός από κορμό δέντρου

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχός αρσενικό

  1. ο τροχός της άμαξας
    ⮡  γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν
  2. ο μηχανικός τροχός
    ⮡  τροχός τῆς μηχανῆς (για άντληση νερού, για την εμφάνιση του από μηχανής θεού στο θέατρο, για το τρόχισμα όπλων-εργαλείων, για τον τροχό του κεραμέα)
  3. κύκλος
  4. (ελληνιστική σημασία) ο τροχός βασανισμού
    ⮡ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τροχὸς τά ἀνθρώπινα : η ζωή του ανθρώπου έχει γυρίσματα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται grc)