Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τροχαϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τροχαϊκ
ός
η
τροχαϊκ
ή
το
τροχαϊκ
ό
γενική
του
τροχαϊκ
ού
της
τροχαϊκ
ής
του
τροχαϊκ
ού
αιτιατική
τον
τροχαϊκ
ό
την
τροχαϊκ
ή
το
τροχαϊκ
ό
κλητική
τροχαϊκ
έ
τροχαϊκ
ή
τροχαϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τροχαϊκ
οί
οι
τροχαϊκ
ές
τα
τροχαϊκ
ά
γενική
των
τροχαϊκ
ών
των
τροχαϊκ
ών
των
τροχαϊκ
ών
αιτιατική
τους
τροχαϊκ
ούς
τις
τροχαϊκ
ές
τα
τροχαϊκ
ά
κλητική
τροχαϊκ
οί
τροχαϊκ
ές
τροχαϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τροχαϊκός
< (
διαχρονικό δάνειο
)
ελληνιστική κοινή
τροχαϊκός
Επίθετο
επεξεργασία
τροχαϊκός
(
μετρική
) που έχει σχέση με τον
τροχαίο
μετρικό
πόδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τροχαϊκός