Δείτε επίσης: τροχαῖος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχαίος < [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾoˈçeos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χαί‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροχαίος η τροχαία το τροχαίο
      γενική του τροχαίου της τροχαίας του τροχαίου
    αιτιατική τον τροχαίο την τροχαία το τροχαίο
     κλητική τροχαίε τροχαία τροχαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροχαίοι οι τροχαίες τα τροχαία
      γενική των τροχαίων των τροχαίων των τροχαίων
    αιτιατική τους τροχαίους τις τροχαίες τα τροχαία
     κλητική τροχαίοι τροχαίες τροχαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τροχαίος, -α, -ο

  • που αναφέρεται, αφορά ή είναι σχετικός με την κίνηση των τροχοφόρων στους δημόσιους χώρους

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχαίος οι τροχαίοι
      γενική του τροχαίου των τροχαίων
    αιτιατική τον τροχαίο τους τροχαίους
     κλητική τροχαίε τροχαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τροχαίος αρσενικό

  1. ο τροχονόμος, αστυνομικός που υπηρετεί στην τροχαία
    → δείτε και τη λέξη  η τροχαία
  2. (νεοελληνική μετρική) μετρικός πόδας με δύο συλλαβές: τονισμένη - άτονη (—‿)
    ※  Σε γνω | ρί-ζω‿α | πό την | κό-ψη (τροχαϊκό μέτρο στον Εθνικό Ύμνο του Σολωμού)
  3. (αρχαία ελληνική μετρική) εναλλαγή μακρόχρονης- βραχύχρονης συλλαβής (—‿)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τροχαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.