τροχαίος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τροχαίος < ελληνιστική κοινή τροχαῖος (που τρέχει) < τρόχος < τρέχω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τροχαίος, -α, -ο
- που αναφέρεται, αφορά ή είναι σχετικός με την κίνηση των τροχοφόρων στους δημόσιους χώρους
- (μετρική) μετρικός πόδας με δύο συλλαβές: τονισμένη - άτονη (—‿)
- (αρχαία ελληνική μετρική) εναλλαγή μακρόχρονης- βραχύχρονης συλλαβής (—‿)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τροχαίος αρσενικό
- ο αστυνομικός που υπηρετεί στην τροχαία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τροχαίος
|