Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τροχαίο

  1. τροχαίος, στην αιτιατική του ενικού

τροχαίο, ουδέτερο του τροχαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού