Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροχαία οι τροχαίες
      γενική της τροχαίας
    αιτιατική την τροχαία τις τροχαίες
     κλητική τροχαία τροχαίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχαία < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τροχαίος < τροχός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροχαία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τροχαία

τροχαία