Ουσιαστικό

επεξεργασία

circulation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η κίνηση του αίματος στο σώμα
    ⮡  blood circulation - η κυκλοφορία του αίματος
  2. (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η διακίνηση κάτι από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο
    ⮡  The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
    Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.
    ⮡  They will withdraw the banknotes from circulation.
    Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
  3. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η κυκλοφορία, ο συνήθης αριθμός αντιτύπων μιας εφημερίδας ή περιοδικού που πωλούνται κάθε μέρα, εβδομάδα κτλ.
    ⮡  The circulation of the papers rose/fell.
    Η κυκλοφορία των εφημερίδων ανέβηκε/έπεσε.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η μετακίνηση αέρα, νερού, αερίου κτλ. γύρω από μια περιοχή ή μέσα σε μια μηχανή
    ⮡  the circulation of water within the pipes - η κυκλοφορία του νερού μέσα στους σωλήνες
    ⮡  the circulation of atmospheric currents - η κυκλοφορία των ρευμάτων της ατμόσφαιρας



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

circulation (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία