Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυκλοφορία οι κυκλοφορίες
      γενική της κυκλοφορίας των κυκλοφοριών
    αιτιατική την κυκλοφορία τις κυκλοφορίες
     κλητική κυκλοφορία κυκλοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλοφορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυκλοφορία < κύκλος + φέρω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική circulation[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.klo.foˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐κλο‐φο‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυκλοφορία θηλυκό

  1. η μετακίνηση πεζών ή οχημάτων στις οδούς
  2. η μετακίνηση κάποιων πραγμάτων (στερεών, υγρών ή αερίων)
    η κυκλοφορία του αίματος
  3. η διακίνηση αγαθών ή προϊόντων
  4. η διάδοση, η διασπορά

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία