κυκλοφορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυκλοφορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυκλοφορία < κύκλος + φέρω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική circulation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.klo.foˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐κλο‐φο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυκλοφορία θηλυκό
- η μετακίνηση πεζών ή οχημάτων στις οδούς
- η μετακίνηση κάποιων πραγμάτων (στερεών, υγρών ή αερίων)
- ⮡ η κυκλοφορία του αίματος
- η διακίνηση αγαθών ή προϊόντων
- η διάδοση, η διασπορά
Συγγενικά
επεξεργασία- ακυκλοφόρητα
- ακυκλοφόρητος
- επανακυκλοφορία
- επανακυκλοφορώ
- κυκλοφορητής
- κυκλοφοριακός
- κυκλοφορικός
- κυκλοφορώ
- ξανακυκλοφορώ
- → δείτε τις λέξεις κύκλος και φέρω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυκλοφορία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κυκλοφορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας