ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας
      γενική του ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας
    αιτιατική τον ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας
     κλητική ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας < → δείτε τις λέξεις ελεγκτής και εναέρια κυκλοφορία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.leŋˈktis e.naˈe.ɾi.as ci.klo.foˈɾi.as/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία