ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας | οι | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας |
γενική | του | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | των | ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας |
αιτιατική | τον | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | τους | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας |
κλητική | ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας | ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας < → δείτε τις λέξεις ελεγκτής και εναέρια κυκλοφορία
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας αρσενικό
- (αεροπορικός όρος, επάγγελμα) άτομο που χρησιμοποιεί σύστημα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, για να διασφαλίσει την ασφαλή κίνηση των αεροσκαφών
- ※ Η αποχή των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας από τα καθήκοντά τους δεν θα επιτρέψει την πραγματοποίηση καμίας πτήσης κατά τη διάρκεια της στάσης εργασίας, ενώ και η αποκατάσταση μετά την ολοκλήρωση της κινητοποίησης θα έχει σημαντικές δυσκολίες δεδομένης της διαδοχικής στάσης εργασίας από τους ηλεκτρονικούς. (Ταλαιπωρία για τους επιβάτες λόγω στάσης εργασίας των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας, cnn.gr, 7 Οκτωβρίου 2020)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας