έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας | οι | έλεγχοι εναέριας κυκλοφορίας |
γενική | του | ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας | των | ελέγχων εναέριας κυκλοφορίας |
αιτιατική | τον | έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας | τους | ελέγχους εναέριας κυκλοφορίας |
κλητική | έλεγχε εναέριας κυκλοφορίας | έλεγχοι εναέριας κυκλοφορίας | ||
Συνήθως στον ενικό. Και γενική ενικού έλεγχου. | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας < → δείτε τις λέξεις έλεγχος και εναέρια κυκλοφορία
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαέλεγχος εναέριας κυκλοφορίας αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) σύστημα παροχής βοήθειας σε αεροσκάφη, το οποίο αποτρέπει συγκρούσεις και διαχειρίζεται τη ροή των αεροσκαφών.
- ※ Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι σύμφωνα με το δελτίο του Eurocontrol της 19ης Ιουλίου, στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» σημειώθηκαν καθυστερήσεις 3.614 λεπτών, δεδομένου ότι ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας έθεσε περιορισμούς στον αριθμό των αφικνούμενων πτήσεων που μπορεί να διαχειριστεί από τις 11.20.
- Αλεξάνδρα Κασσίμη, «Πλαφόν» στις πτήσεις από τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, εφημερίδα Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2019.
- ※ Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι σύμφωνα με το δελτίο του Eurocontrol της 19ης Ιουλίου, στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» σημειώθηκαν καθυστερήσεις 3.614 λεπτών, δεδομένου ότι ο έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας έθεσε περιορισμούς στον αριθμό των αφικνούμενων πτήσεων που μπορεί να διαχειριστεί από τις 11.20.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας