ροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ροή | οι | ροές |
γενική | της | ροής | των | ροών |
αιτιατική | τη | ροή | τις | ροές |
κλητική | ροή | ροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοή [1]
- για την συνεχή παροχή < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική flow
- για τη βιομηχανία < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Fliessbandarbeit
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐ή
- ομόηχο: ροΐ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροή θηλυκό
- (για υγρά) η κίνηση προς μια κατεύθυνση και η ποσότητα του υγρού που ρέει
- (φυσική) η συνεχής κίνηση (συνήθως υγρού) προς κάποια κατεύθυνση
- (γενικότερα) η σειρά στοιχείων που το ένα κινείται ή εναλλάσσεται συνεχώς με το άλλο
- η συνεχής ομιλία και μετάδοση του λόγου
- (μεταφορικά) η συνεχής αλλαγή μιας κατάστασης, η πορεία, η συνέχεια
- (βιομηχανία) η εργασία που γίνεται σε μια κυλιόμενη επιφάνεια και κατά την οποία κάθε εργάτης συμπληρώνει διαδοχικά τη δουλειά του προηγούμενου μέχρι να ολοκληρωθεί το προϊόν
- (πληροφορική) flow: η σειρά με την οποία εκτελούνται τα διάφορα τμήματα ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή
- (πληροφορική) stream: τα δεδομένα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται στη σειρά (σειριακά), όπως σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρός δίσκος), σε δικτυακή επικοινωνία, κλπ.
- δείτε επίσης: ροή δεδομένων (data stream)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ροή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ροή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας