Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δικτυακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δικτυακ
ός
η
δικτυακ
ή
το
δικτυακ
ό
γενική
του
δικτυακ
ού
της
δικτυακ
ής
του
δικτυακ
ού
αιτιατική
τον
δικτυακ
ό
τη
δικτυακ
ή
το
δικτυακ
ό
κλητική
δικτυακ
έ
δικτυακ
ή
δικτυακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δικτυακ
οί
οι
δικτυακ
ές
τα
δικτυακ
ά
γενική
των
δικτυακ
ών
των
δικτυακ
ών
των
δικτυακ
ών
αιτιατική
τους
δικτυακ
ούς
τις
δικτυακ
ές
τα
δικτυακ
ά
κλητική
δικτυακ
οί
δικτυακ
ές
δικτυακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δικτυακός
<
δίκτυο
Επίθετο
επεξεργασία
δικτυακός
που αναφέρεται στα
δίκτυα
ηλεκτρονικών υπολογιστών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
δικτυακός κορμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικτυακός
αγγλικά
:
network
(en)