Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

network < net + work

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nɛtwɜːk/ & /nɛtwɝk/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

network (en)

  1. το δίκτυο
  2. (πληροφορική) δίκτυο υπολογιστών
    The copy machine is connected to the network so it can now serve as a printer.
    Το φωτοτυπικό μηχάνημα είναι συνδεδεμένο στο δίκτυο οπότε μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως εκτυπωτής.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

network (en)

Δείτε επίσης επεξεργασία