network
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnetwork (en)
- το δίκτυο
- (πληροφορική) δίκτυο υπολογιστών
- The copy machine is connected to the network so it can now serve as a printer.
- Το φωτοτυπικό μηχάνημα είναι συνδεδεμένο στο δίκτυο οπότε μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως εκτυπωτής.
- The copy machine is connected to the network so it can now serve as a printer.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- integrated services digital network (ISDN)
- Network Address Translation (NAT)
- network device
- network hardware/equipment
- network interface card, network interface controller (NIC)
- network topology
- virtual private network (VPN)
Ρήμα
επεξεργασίαnetwork (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Computer network στην αγγλική Βικιπαίδεια