Δείτε επίσης: Net

  Επίθετο

επεξεργασία

net (en) (χωρίς παραθετικά)

  Επίρρημα

επεξεργασία

net (en) (χωρίς παραθετικά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
net nets

net (en)

  1. το δίκτυο
    The nets were tangled in the propeller.
    Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
  2. (the net, μόνο ενικός) τα δίκτυα, στα αθλήματα
    The soccer player put the ball in the net.
    Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό net nets
θηλυκό nette nettes

net (fr)

  Επίρρημα

επεξεργασία

net (fr)