net
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
net (en) (χωρίς παραθετικά)
Επίρρημα
επεξεργασία
net (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
net | nets |
net (en)
- το δίκτυο
- ⮡ The nets were tangled in the propeller.
- Μπλέχτηκαν τα δίχτυα στην προπέλα.
- ⮡ The nets were tangled in the propeller.
- (the net, μόνο ενικός) τα δίκτυα, στα αθλήματα
- ⮡ The soccer player put the ball in the net.
- Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.
- ⮡ The soccer player put the ball in the net.