internet
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
internet (en) (μόνο ενικός)
- (πληροφορική, διαδίκτυο) το διαδίκτυο
- ⮡ We use the internet all the time.
- Χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο όλη την ώρα.
- ⮡ Is there internet in the room?
- Υπάρχει διαδίκτυο στο δωμάτιο;
- ⮡ We use the internet all the time.
επιλογή κατάλληλων προθέσεων
επεξεργασία- συνήθης διατύπωση: on the internet (όπως και on the web)
Υπώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
internet στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
internet (it)
- (πληροφορική) το διαδίκτυο