gross
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gross |
συγκριτικός | grosser / more gross |
υπερθετικός | grossest / most gross |
gross (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ακαθάριστος, μικτός, το συνολικό ποσό του κάτι πριν αφαιρεθεί οτιδήποτε
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, επίσημο ή νομικός όρος) χονδροειδής, παχυλός, κατάφωρος, ασυγχώρητος, για έγκλημα κτλ. που είναι πολύ προφανές και απαράδεκτο
- (ανεπίσημο) αηδιαστικός
- ⮡ a gross taste/smell - αηδιαστική γεύση/μυρωδιά
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- χυδαίος, πρόστυχος, πολύ αγενής
- αποκρουστικά χοντρός, για άνθρωπο που είναι πολύ χοντρό
Επίρρημα
επεξεργασίαgross (en) (χωρίς παραθετικά)
- ακαθάριστα, συνολικά, πριν αφαιρεθεί οτιδήποτε
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gross | grosses |
gross (en)
- (πληθυντικός: gross) η γρόσα, 12 δωδεκάδες=144
- ⮡ two gross of handkerchiefs - δυο γρόσες (288) μαντήλια
- ένα συνολικό χρηματικό ποσό που κέρδισε κάτι, ειδικά μια ταινία, πριν αφαιρεθεί οποιοδήποτε κόστος
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | gross |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grosses |
αόριστος | grossed |
παθητική μετοχή | grossed |
ενεργητική μετοχή | grossing |
gross (en)
- αποφέρω ακαθάριστα, κερδίζω ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό πριν αφαιρεθεί ο φόρος
- ⮡ His last film grossed 10 million euros.
- Η τελευταία του ταινία απέφερε ακαθάριστα 10 εκατομμύρια ευρώ.
- ⮡ His last film grossed 10 million euros.