- blatant < → λείπει η ετυμολογία
blatant (en) (κακόσημο)
- κατάφωρος, κραυγαλέος, για ενέργειες που θεωρούνται κακές που γίνονται με προφανή και ανοιχτό τρόπο χωρίς να δίνεται προσοχή αν ο κόσμος σοκαριστεί
- ↪ blatant extortion - κατάφωρος εκβιασμός
- ↪ a blatant lie - κατάφωρο ψέμα
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
- Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.
- ↪ a blatant injustice - κραυγαλέα αδικία
- ↪ a blatant example of opportunism - κραυγαλέο παράδειγμα καιροσκοπισμού
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις gross και obvious