obvious
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | obvious |
συγκριτικός | more obvious |
υπερθετικός | most obvious |
Επίθετο
επεξεργασίαobvious (en)
- προφανής, ολοφάνερος, εύκολο να το δω ή να το καταλάβω
παραθετικά | |
θετικός | obvious |
συγκριτικός | more obvious |
υπερθετικός | most obvious |
obvious (en)