clear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | clear |
συγκριτικός | clearer |
υπερθετικός | clearest |
clear (en)
- ξεκάθαρος, σαφής, ξεκαθαρίζω, συγκεκριμένος, είναι εύκολα κατανοητό και δεν προκαλεί σύγχυση
- ⮡ a clear answer - μια ξεκάθαρη απάντηση
- ⮡ He said a clear no.
- Είπε ένα ξεκάθαρο όχι.
- ⮡ clear instructions - σαφείς οδηγίες
- ⮡ clear explanation - σαφής εξήγηση
- ⮡ Am I being clear?/Am I making myself clear?
- Γίνομαι σαφής;
- ⮡ I am making myself completely clear.
- Κάνω το νοήμά μου απολύτως σαφές.
- ⮡ I want to make things clear right from the start.
- Θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα εξαρχής.
- ⮡ He wasn’t very clear about what he wanted.
- Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένος για το τι ήθελε.
- ≈ συνώνυμα: transparent
- ξεκάθαρος, καθαρός, ολοφάνερος, χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία
- βέβαιος, ξεκαθαρίζω, δεν είμαι μπερδεμένος· δεν έχω καμία αμφιβολία
- καθαρός, σκέφτομαι με λογικό τρόπο, ειδικά σε μια δύσκολη κατάσταση
- ⮡ clear thinking - καθαρές σκέψεις
- ⮡ a man with a clear mind - άνθρωπος με καθαρή σκέψη
- καθαρός, σαφής, λαγαρός, που είναι εύκολο να δω ή να ακούσω
- ⮡ a clear voice - καθαρή φωνή
- ⮡ There were clear traces of wiretapping found.
- Βρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών.
- ⮡ the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
- διάφανος, που μπορώ να δω μέσα
- ⮡ clear glass - διάφανο γυαλί
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη transparent
- καθαρός, διαυγής, διάφανος, ξάστερος, για τον ουρανό ή τον καιρό χωρίς σύννεφα ή ομίχλη
- ⮡ a clear day - καθαρή μέρα
- ⮡ a clear sky - διαυγής/διάφανος ουρανός
- ⮡ a clear night - ξάστερη νύχτα
- καθαρός, για δέρμα χωρίς κηλίδες ή σημάδια
- ⮡ clear skin - καθαρό δέρμα/καθαρή επιδερμίδα
- φωτεινός, για μάτια που είναι φωτεινά και ζωηρά
- ⮡ clear eyes - φωτεινά μάτια
- ελεύθερος, απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από πράγματα που φράζουν το δρόμο ή καλύπτουν την επιφάνεια κάτι
- ⮡ Is the road clear?
- Είναι ο δρόμος ελεύθερος;
- ⮡ a road clear of snow - δρόμος απαλλαγμένος από χιόνια
- ⮡ Is the road clear?
- καθαρός, για συνείδηση, δεν νιώθω ένοχος
- ⮡ I have a clear conscience.
- Έχω καθαρή συνείδηση.
- ⮡ I have a clear conscience.
- απαλλαγμένος, που είναι απαλλαγμένο από κάτι που είναι δυσάρεστο
- ⮡ clear of debts/errors - απαλλαγμένος από χρέη/λάθη
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ολόκληρος
- ⮡ for three clear days - τρεις ολόκληρες ημέρες
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαclear (en) (χωρίς παραθετικά)
- μακριά, χωρίς να αγγίζω
- ⮡ Stand clear of the doors! (Don’t touch the doors)
- Μακριά από τις πόρτες! (Μην αγγίζετε τις πόρτες)
- ⮡ Stand clear of the doors! (Don’t touch the doors)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | clear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clears |
αόριστος | cleared |
παθητική μετοχή | cleared |
ενεργητική μετοχή | clearing |
clear (en)
- (μεταβατικό) καθαρίζω, αδειάζω, αφαιρώ από κάτι πράγματα που δεν είναι επιθυμητά ή απαραίτητα
- ⮡ They cleared the streets of snow.
- Καθάρισαν τους δρόμους από το χιόνι.
- ⮡ I picked up the dishes to clear the table.
- Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
- ⮡ Clear off the table before starting to work.
- Άδειασε το τραπέζι πριν αρχίσεις να δουλεύεις.
- ⮡ They cleared the streets of snow.
- (μεταβατικό) αδειάζω, αναγκάζω τους ανθρώπους να φύγουν από ένα μέρος
- ⮡ The Police Commissioner ordered the streets (to) be cleared.
- Ο Διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε ν' αδειάσουν οι δρόμοι.
- ⮡ The Police Commissioner ordered the streets (to) be cleared.
- (αμετάβατο) κινούμαι ξανά ελεύθερα· δεν είναι πλέον μπλοκαρισμένο
- ⮡ She cleared her throat.
- (αμετάβατο) καθαρίζω, για τον ουρανό ή τον καιρό που γίνεται πιο φωτεινός και χωρίς σύννεφα ή βροχή
- ⮡ The sky cleared after the storm.
- Ο ουρανός καθάρισε μετά την καταιγίδα.
- ⮡ The sky cleared after the storm.
- (μεταβατικό) απαλλάσσω, αθωώνω, αποδεικνύω ότι κάποιος είναι αθώος
- ⮡ He was cleared of the charge/of all suspicion.
- Απαλλάγη της κατηγορίας/πάσης υποψίας.
- ⮡ She was cleared of every charge.
- Αθωώθηκε από κάθε κατηγορία.
- ⮡ He was cleared of the charge/of all suspicion.
- (αμετάβατο) εκτελωνίζω, δίνω επίσημη άδεια για να εξέλθει ή να εισέλθει ένα άτομο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο ή εμπορεύματα
- ⮡ The goods have not yet cleared customs.
- Το εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
- ⮡ The goods have not yet cleared customs.
- (μεταβατικό) βγάζω καθαρά, κερδίζω ένα χρηματικό ποσό ως κέρδος
- ⮡ How much do you clear a week?
- Πόσα βγάζει καθαρά τη βδομάδα;
- ⮡ How much do you clear a week?
- (μεταβατικό) πηδάω, περνάω χωρίς να ακουμπήσω
- ⮡ The horse cleared the fence easily.
- Το άλογο πήδηξε εύκολα το φράχτη.
- ⮡ The car only just cleared the lamppost.
- Το αυτοκίνητο παρά τρίχα να χτυπήσει το φανοστάτη.
- ⮡ The horse cleared the fence easily.
- ξεκαθαρίζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- clear (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- clear (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- clear (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- clear (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 601, 780, 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, ξεκαθαρίζω, σαφής, συγκεκριμένος