Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτελωνίζω < εκ- + τελωνίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédouaner)

εκτελωνίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία