τελωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατελωνίζω
- άλλη μορφή του εκτελωνίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελωνίζω | τελώνιζα | θα τελωνίζω | να τελωνίζω | τελωνίζοντας | |
β' ενικ. | τελωνίζεις | τελώνιζες | θα τελωνίζεις | να τελωνίζεις | τελώνιζε | |
γ' ενικ. | τελωνίζει | τελώνιζε | θα τελωνίζει | να τελωνίζει | ||
α' πληθ. | τελωνίζουμε | τελωνίζαμε | θα τελωνίζουμε | να τελωνίζουμε | ||
β' πληθ. | τελωνίζετε | τελωνίζατε | θα τελωνίζετε | να τελωνίζετε | τελωνίζετε | |
γ' πληθ. | τελωνίζουν(ε) | τελώνιζαν τελωνίζαν(ε) |
θα τελωνίζουν(ε) | να τελωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τελώνισα | θα τελωνίσω | να τελωνίσω | τελωνίσει | ||
β' ενικ. | τελώνισες | θα τελωνίσεις | να τελωνίσεις | τελώνισε | ||
γ' ενικ. | τελώνισε | θα τελωνίσει | να τελωνίσει | |||
α' πληθ. | τελωνίσαμε | θα τελωνίσουμε | να τελωνίσουμε | |||
β' πληθ. | τελωνίσατε | θα τελωνίσετε | να τελωνίσετε | τελωνίστε | ||
γ' πληθ. | τελώνισαν τελωνίσαν(ε) |
θα τελωνίσουν(ε) | να τελωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελωνίσει | είχα τελωνίσει | θα έχω τελωνίσει | να έχω τελωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τελωνίσει | είχες τελωνίσει | θα έχεις τελωνίσει | να έχεις τελωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τελωνίσει | είχε τελωνίσει | θα έχει τελωνίσει | να έχει τελωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελωνίσει | είχαμε τελωνίσει | θα έχουμε τελωνίσει | να έχουμε τελωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τελωνίσει | είχατε τελωνίσει | θα έχετε τελωνίσει | να έχετε τελωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελωνίσει | είχαν τελωνίσει | θα έχουν τελωνίσει | να έχουν τελωνίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τελωνίζω
|